Τετάρτη 20 Μαΐου 2009

100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ

Ποιητής της επαναστατικής εξύψωσης του λαού

Ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου», ο «διχασμένος και διπλός», όπως ο ίδιος λέει, ο ποιητής της ζωής και του ανθρώπου που ανασαίνει από το σύμπαν και θεώνει τη δύναμη του ανθρώπου, ο ταγμένος κομμουνιστής αγωνιστής, ο αταλάντευτος ιδεολόγος, ο Γιάννης Ρίτσος είναι εδώ μαζί μας, δίπλα μας, για να μας θυμίζει πως «μέσα στη φούχτα της αγάπης/ χωράει το σύμπαν». Αμετανόητα άνθρωπος και αθεράπευτα θνητός, με τόλμη και πίστη, με υπερηφάνεια και σθένος διήνυσε τον αιώνα μας παρηγορητικά και δοξαστικά, μιλώντας σε όσους ακούν και σε όσους δε φοβούνται να ακούσουν. Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου (1η Μάη 1909) και η ανταρσία της ποίησής του έχει την ανάγκη και τη δύναμη να χτυπάει την πόρτα του παρόντος, κυοφορώντας πάντα τα σημάδια μελλοντικών εικόνων. Ποιητικά σύμβολα γεννημένα στο παρελθόν αναγνωρίζουν καινούρια πάντα μηνύματα. Αδέσμευτα και οικουμενικά τα ποιητικά μηνύματα εξελίσσονται με κάθε ανάγνωση, σε κάθε εποχή, μέσα σε νέες ή διαφορετικές συνθήκες από εκείνες που τον ενέπνευσαν, που επηρέασαν τον οραματιστή της ζωής, τον ποιητή, τον θαμώνα της καρδιάς και της διαλεκτικής σκέψης.

Απευθύνθηκε στην ψυχή του λαού, και γι' αυτό θα χτυπάει πάντα στην καρδιά της Ρωμιοσύνης. Γιατί πόσες φορές δε βαδίσαμε και πόσες φορές δε θα πορευτούμε ακόμη στο ρυθμό των στίχων του Γιάννη Ρίτσου, πόσες φορές δεν ανασάναμε και δε θα ανασάνουμε από την ανάσα του, από την αγωνία του, πόσες φορές δεν πικραθήκαμε ή δε θα πικραθούμε από την πίκρα του και δε θα αντλήσουμε κουράγιο απ' την αστείρευτη πηγή του, απ' το κουράγιο του.

Με τον Κώστα Βάρναλη και τον Μάριο Βάρβογλη
«Η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο, τόσο αδιάφορη κι άυλη / τόσο θετική σαν μεταφυσική / που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις / πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του».

Η μνήμη του μέλλοντος

Η ποίηση για κείνον ήταν πράξη έρωτα, απαραίτητη τροφός, συνοδός, σύντροφος. Εγραφε «από ανάγκη», μένοντας πολύ συχνά ξάγρυπνος, πεινασμένος, διψασμένος, δουλεύοντας δέκα, δώδεκα και μερικές φορές δεκαοκτώ και είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο.

«Είναι λάθος να χωρίζουμε την ποίηση σε κατηγορίες. Η ποίηση είναι απέραντη σαν τη ζωή, ένα διαρκές γίγνεσθαι. Στο χώρο της δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις. Σε μια ομιλία του ο Ελυάρ είχε πει ότι, ενώ παλιότερα πίστευε πως υπάρχουν λέξεις απαγορευμένες για την ποίηση, αργότερα πείστηκε πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Μέσα και πάνω στις λέξεις του ποιητή αποτυπώνονται πολιτιστικές μνήμες αιώνων, αποθησαυρίζεται η παγκόσμια ιστορία. Το ποίημα ξεπηδάει από μιαν ανάγκη ν' αποδοθεί η σιωπή, από μιαν εντολή της ανθρώπινης προϊστορίας, ιστορίας και μεθιστορίας. Μια εντολή που δίνεται στον ποιητή άθελά του κι εκφράζεται μέσα απ' αυτόν. Γράφοντας ποίηση κάνει, χωρίς να το ξέρει, μια μάχη, σώμα με σώμα, με το θάνατο. Κι όταν λέμε θάνατο δεν εννοούμε μόνο τον φυσικό, αλλά και όλες τις μορφές κοινωνικού θανάτου. Η καταπίεση, η σκλαβιά, οι επιθυμίες που δεν εκπληρώνονται, όλα αυτά είναι μια καθημερινή εκτέλεση, ένας θάνατος. Κι όσο θα υπάρχει ο θάνατος, θα υπάρχει και η αντίσταση στο θάνατο. Μια αναμέτρηση μ' αυτήν τη μορφή του θανάτου είναι η πολιτική ποίηση (ή τουλάχιστον η δική μου πολιτική ποίηση) μια μάχη για να φτάσουμε στο "αταξικό γαλάζιο"» (Γιάννης Ρίτσος, συνέντευξη στο περιοδικό «Η λέξη», τεύχος 182).

Με τον Χαρίλαο Φλωράκη
«Η ποίηση είναι η μνήμη του μέλλοντος». Η αξιωματική αυτή ρήση του Γιάννη Ρίτσου ήταν και η συνειδητή επιλογή του για το ρόλο της ποίησής του. Αν όχι για το σύνολο του πολύπλευρου έργου του, οπωσδήποτε με το μεγαλύτερο μέρος του. Αντικειμενικό γεγονός είναι - πέραν οποιωνδήποτε υποκειμενικών προτιμήσεων, οποιουδήποτε αναγνώστη, μελετητή, κριτή του Ρίτσου, στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον - ότι ο Ρίτσος με ένα τεράστιο μέρος του έργου του απομνημόνευσε και μνημειοποίησε το συλλογικό βίωμα των οραμάτων, αγώνων και παθών του λαού μας στον 20ό αιώνα. Και, μάλιστα, μετέχοντας ο ίδιος «οργανικά» στο συλλογικό βίωμα και εντάσσοντας σ' αυτό και το ατομικό, το προσωπικό του βίωμα, επιλέγοντας - παρά το μέγιστο ποιητικό του τάλαντο - όχι να ξεχωρίσει, αλλά να σμίξει με τον κόσμο. Αυτό ήταν και θα παραμένει το μεγαλύτερο από όλα τα μεγαλεία του ανθρώπου και ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Και θα παραμένει υπεράνω οποιωνδήποτε υποκειμενικών «αναγνώσεων» του έργου του, υπεράνω οποιασδήποτε παραχάραξης επιχειρηθεί τώρα ή στο μέλλον.

Ποιητής ήταν και όταν δεν έγραφε. Παρατηρούσε, σε θέση μάχης πάντα και ποτέ σε θέση ανάπαυσης, μήπως και χάσει το απειροελάχιστο χρώμα από τα πράγματα. Εκανε ατέρμονους αγώνες δρόμου, για να αιχμαλωτίσει τη στιγμή, λαχταρούσε μη και δεν την αθανατίσει. Μέσω της ποίησης, προσελάμβανε τα πάντα, μέσω αυτής ήθελε και να τα μοιράζεται.
Η ιστορία του «Επιταφίου»


Ο Γιάννης Ρίτσος υπερηφανευόταν που γεννήθηκε την ημέρα της παγκόσμιας εργατιάς και αξιώθηκε να πορευτεί μαζί της. Να υμνήσει τους αγώνες. Να θρηνήσει τους θυσιασμένους ήρωές της. Μέρα Μαγιού έγραψε και το υπέρτατου, μοναδικού, αθάνατου κάλλους ποίημά του «Επιτάφιος». Εργο πανανθρώπινο, διαχρονικό και επίκαιρο, όσο έστω και ένας εργάτης, οποτεδήποτε και οπουδήποτε στην οικουμένη, θα θυσιάζεται από τους εκμεταλλευτές του. Εργο, κορυφαίος «διάδοχος» της αρχαίας τραγωδίας και της μακραίωνης δημοτικής μας ποίησης, θα συναρπάζει με την αλήθεια, το λυρισμό, τη μουσικότητά του, κάθε άνθρωπο. Κάθε εποχής.

Πρωτομαγιά του '36 οι απεργιακοί αγώνες πολλών εργατικών κλάδων στη Θεσσαλονίκη, που ξεκίνησαν το Μάρτη, κλιμακώνονται την Πρωτομαγιά, με πανεργατική απεργία διαρκείας και παλλαϊκά συλλαλητήρια του λαού της Θεσσαλονίκης, τα οποία συνεχίζονται και τις επόμενες μέρες. Θορυβημένοι από τον παλλαϊκό ξεσηκωμό οι εκμεταλλευτές των εργατών και η κυβέρνηση διατάσσουν τη Χωροφυλακή να στήσει, στις 8 του Μάη, πολυβολεία σ' όλη την πόλη. Στις 9 του Μάη η Χωροφυλακή χτυπάει στο ψαχνό τους απεργούς. Ο πρώτος νεκρός ήταν ο κομμουνιστής αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Οι σύντροφοί του ξηλώνουν μια πόρτα και τοποθετούν πάνω της τη σορό του νεκρού. Η μάνα του Τάσου Τούση, που ήταν στη διαδήλωση, για να προφυλάξει την, επίσης, απεργό κόρη της, βλέπει το νεκρό γιο της, τρέχει, γονατίζει και οδύρεται πάνω από τη σορό του. Κάποιος περνά και φωτογραφίζει τη συνταρακτική εικόνα. Στις 10 του Μάη η φωτογραφία αυτή δημοσιεύεται στον «Ριζοσπάστη».

Την ίδια μέρα, ο Γιάννης Ρίτσος βλέπει στον «Ρ» τη φωτογραφία και συγκλονίζεται. Η καρδιά του φλέγεται και τα φυματικά πνευμόνια του αιμορραγούν, αλλά η πένα του άγρυπνη ένα μερόνυχτο, σταλάζει στο χαρτί, λέξη τη λέξη, με δεκατέσσερα ποιήματα, το θρήνο της μάνας του δολοφονημένου εργάτη. Στις 11 Μάη ο ποιητής - συνεργάτης του «Ρ» από το 1932 - στέλνει με τον σύντροφό του Ευθύφρονα Ηλιάδη, τρία από τα δεκατέσσερα θρηνικά ποιήματά του. Στις 12 Μάη ο «Ρ» δημοσιεύει τα τρία ποιήματα, με γενικό τίτλο «Μοιρολόι».

Τα τρία δημοσιευμένα ποιήματα και η συνέχιση της αιματοχυσίας των εργατών στη Θεσσαλονίκη συνταράσσουν τους αναγνώστες του «Ρ». Στο μεταξύ, ο Ρίτσος στέλνει στον «Ρ» και τα άλλα έντεκα ποιήματά του. Λίγες μέρες αργότερα, ο «Ρ» ανακοινώνει ότι στις 29 Μάη στο περιοδικό της ΟΚΝΕ, «Νεολαία», θα δημοσιευτεί ένα ακόμη ποίημα από το «Μοιρολόι», ενώ στις 23 και 25 Μάη αναγγέλλει ότι «σε λίγες μέρες» από τις εκδόσεις του «Ρ» θα κυκλοφορήσει βιβλίο με τα δεκατέσσερα ποιήματα του Ρίτσου, με τίτλο «Επιτάφιος».

Στις 8/6/1936, μαζί με άλλες εκδόσεις του «Ρ», κυκλοφορεί σε 10.000 αντίτυπα και ο «Επιτάφιος» - « (Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης)». Το εξώφυλλο του βιβλίου εικονογραφήθηκε με ξυλογραφία του χαράκτη Λυδάκη.

Σε ελάχιστο διάστημα από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» πουλήθηκαν 9.750 αντίτυπα του «Επιταφίου». Λόγω της μεγάλης ζήτησης, ο «Ρ» ετοίμαζε και δεύτερη έκδοση του βιβλίου. Δεν πρόλαβε, όμως. Τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας, κατέσπευσαν και άρπαξαν από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» τα 250 απούλητα αντίτυπα. Τα απούλητα αντίτυπα και όσα αντίτυπα εντοπίστηκαν σε σπίτια διωκόμενων κομμουνιστών, μαζί με άλλα βιβλία που απαγόρευσε η μεταξική δικτατορία, κάηκαν από τα όργανά της μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

Ούτε όμως η πυρά, ούτε οι μακρόχρονες, απάνθρωπες διώξεις των κομμουνιστών, των αγωνιστών της ελληνικής εργατιάς από ντόπιους και ξένους φασίστες - κατακτητές και «συμμάχους» - μπόρεσαν να εξαφανίσουν αυτόν τον αριστουργηματικό θρήνο και αίνο μαζί για τους αγώνες και τις θυσίες της εργατιάς. Οσο κι αν προσπάθησαν οι εχθροί της εργατιάς να ξεστρατίσουν την Πρωτομαγιά της, να σβηστεί η μνήμη των ηρώων της και να χαθεί και η μνημείωσή τους με τον «Επιτάφιο», δεν τα κατάφεραν.
Συνείδηση κοινωνικής αποστολής

Βέβαια, την πρώτη μαθητεία για το ποιητικό ταξίδι προς το βυθό της ψυχής ο ίδιος την αποδίδει στην αδελφή του, τη Λούλα, στο αριστουργηματικό «Τραγούδι της αδελφής μου» (1937):

Είχα πιστέψει κάποτε στον ουρανό,/ μα εσύ μούδειξες / τα βάθη της θάλασσας / με τις νεκρές πολιτείες/ με τα λησμονημένα δάση / με τους πνιγμένους θορύβους. / Και τώρα ο ουρανός βυθίστηκε / πληγωμένος γλάρος / μέσα στη θάλασσα.

Πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, πολλά πεζογραφήματα (μυθιστορήματα τα ονομάζει), αρκετά θεατρικά, όπως και μελέτες για ομοτέχνους συγκροτούν το κύριο σώμα του έργου του. Πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του δημιουργού.

Ο Ρίτσος ήθελε να τον δένει η ποίησή του σφιχτά και παντοτινά με τον πόνο του άλλου. Ο ποιητής έχει συνείδηση της κοινωνικής, της ανθρώπινης αποστολής του, που του αναθέτει η ποίηση και που αυτός αναθέτει στην ποίησή του:

«Από την πληγή μου κοίταξα / του κόσμου την πληγή / Ξένη απ' τον άνθρωπο η χαρά / Ξένοι απ' το δίκιο οι νόμοι».

Στόχος του Ρίτσου είναι μια ζωή με δικαιοσύνη για όλους:

«Δεν ήξερα πως βρίσκονταν / πάνω σ' αυτή τη γης / κι άλλοι αδελφοί στη στέρηση / φίλοι στην αδικία». Απλώνει τα χέρια του ο Ρίτσος να ενωθεί με τους άλλους, τους ανώνυμους βασανισμένους: «Τον κόσμο αγκάλιασα και να / τον κόσμο εντός μου βάζω...».

Στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου το πάθος για ζωή και η βίωση της καθημερινότητας με όλες τις αισθήσεις σε εγρήγορση εξασφαλίζουν στο άτομο μια αιώνια νεότητα ή οδηγούν στη μεταφορική της επαναβίωση. Η νεότητα συνδέεται επίσης με την ανανέωση του κοινωνικοπολιτικού οράματός του. Παράλληλα με τον έρωτα, ο ποιητής εξυμνεί την επανάσταση, την επαναστατική συμπεριφορά, το μεγαλείο των κοινωνικών αγώνων και έτσι ξαναγυρίζει σε παλαιότερα σύμβολα του έργου του:

«Οχι γονατιστός / ολόρθος ανυψώνω την ακμαία / προσευχή μου/... αγιασθήτω τ' όνομα του Ανθρώπου /... αγιασθήτω η Ενάρετη Ειρήνη επί Γης και εν Υψί / στοις...».
Κομματικά προσανατολισμένη ποίηση

Η ιδεολογική και κομματικά προσανατολισμένη ποίηση του Γιάννη Ρίτσου μπορεί να ενόχλησε και δεν «παραμέρισαν», όπως προέτρεψε ο Παλαμάς, για να «περάσει ο ποιητής». Ο Γιάννης Ρίτσος «πέρασε» παρεμποδιζόμενος, αλλά πέρασε, εκεί κυρίως που απευθυνόταν, στην ψυχή του λαού, «Ο κόσμος, σου λέω, είναι όμορφος / Ο,τι κι αν πεις, ό,τι κι αν κάνεις / όμορφος / Το μέλλον είναι σίγουρο / αδελφέ μου./ Ο,τι κι αν γίνει - σίγουρο./ Δεν υπάρχουν πια αποσιωπητικά / στη φωνή ή στη σιωπή μας. / Ομορφος. Μπορείς να κάνεις πίσω / τους τροχούς του ήλιου;».

Η μεγάλη δημοτικότητα του Ρίτσου δεν ήταν άσχετη με την ιδεολογική του τοποθέτηση, τα «αγωνιστικά» ποιήματά του. Οπως, από την άλλη μεριά, δεν ήταν άσχετη η «γκετοποίησή» του στην ψυχροπολεμική περίοδο και όχι μόνον. Ο Γιάννης Ρίτσος είναι σήμερα ο ποιητής που έχει διαβαστεί από τους περισσότερους Ελληνες. Περίπου ένα εκατομμύριο αντίτυπα των έργων του έχουν πουληθεί από τη δεκαετία του '30 έως τώρα, με έμφαση στις τελευταίες δεκαετίες. Αριθμός που σε κάνει να συλλογίζεσαι ότι, αν όχι αρκετά, τουλάχιστον μερικά βιβλία του πρέπει να βρίσκονται σε κάθε σπίτι - γεγονός που δεν έχει συμβεί με κανέναν άλλον ποιητή. Συνυπολογίζοντας μάλιστα τον αριθμό μεταφρασμένων βιβλίων και επανεκδόσεων, ο πιο σημαντικός Ελληνας συγγραφέας για το γαλλικό κοινό φαίνεται να είναι ο Γιάννης Ρίτσος, ενώ η πρώτη δεκάδα διαμορφώνεται ως εξής: Γιάννης Ρίτσος, Νίκος Καζαντζάκης, Βασίλης Βασιλικός, Κ. Π. Καβάφης, Γιώργος Σεφέρης, Αγγελος Σικελιανός, Οδυσσέας Ελύτης, Αρης Φακίνος, Αλκη Ζέη, Εμμανουήλ Ροΐδης. Το πλήθος των βραβείων και των τιμητικών διακρίσεων στο εξωτερικό εξάλλου, όπως και οι μεταφράσεις σε διάφορες γλώσσες, μαρτυρούν τη διεθνή απήχηση του έργου του που θα αυξάνεται ολοένα.

Οι αστοί - με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις - δεν του συγχώρησαν ποτέ την ιδεολογική και πολιτική ένταξή του. Αυτή είναι η πρώτη εμμονή τους. Δεν του συγχωρούν και σήμερα ότι δεν είχε αμφιβολίες και, ταυτόχρονα, ότι «στράτευσε» το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής του δραστηριότητας στις αξίες της Επανάστασης. Δεν αντιμετωπίζουν το έργο του στην ολότητά του. Δέχονται έναν Ρίτσο διαφορετικό από αυτόν που είναι στην πραγματικότητα. Παραλείπουν να ασχοληθούν με το Ολον του έργου του. Καθώς είναι δύσκολο να τον «παραμερίσουν» επιχειρούν επέλπιδα να τον απολιτικοποιήσουν.
Αγωνιστική μεγαλοσύνη

Ο Γιάννης Ρίτσος, όμως, δεν προσήλθε στις γραμμές του ΚΚΕ με τις αποσκευές της συμβατικότητας. Συντάχθηκε με το κομμουνιστικό κίνημα στην εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία του '30, αφού πριν, στα σανατόρια απ' τα οποία πέρασε, σπούδασε τις μαρξιστικές ιδέες και συμπορεύτηκε με τους επαναστατημένους της εποχής. Εξεγειρόταν σε όλη του τη ζωή κατά της αδικίας, με το γόνιμο τρόπο του ανυπότακτου. Ηταν εναντίον της εξουσίας, όσο κι αν του στοίχισε αυτό. Πιστός στην κομμουνιστική ιδεολογία του και ασυμβίβαστος, αρνούνταν ό,τι καταστρέφει και υποβαθμίζει τη ζωή και υπηρετούσε ό,τι την έκανε να αξίζει.

«ΚΚΕ / τρία γράμματα - / χαραγμένα στους τοίχους των φυλακών/ μέσα στις νύχτες της παρανομίας/ χαραγμένα στις μάντρες των εργοστασίων/ σταθερά δυνατά πάνω από το θάνατο, / εκεί που τρέμει η ρίζα της ανθρώπινης ανάσας, / εκεί που ρέει στους δρόμους σαν ποτάμι ο ουρανός, / πρωί με τα πουλιά, με τις σημαίες, με τα φύλλα/ πρωί με την τίμια κραυγή.

ΚΚΕ / τρία κόκκινα γράμματα - / πολύ πονέσαμε, σύντροφοι, / πολύ ξαγρυπνήσαμε/ πολύ μακριά κοιτάξαμε/ από κανέναν δεν το δανειστήκαμε το κόκκινο. / - δικό μας αίμα/ τρία κόκκινα γράμματα/ σεμνή υπογραφή του λαού μας/ στις λεωφόρους του μέλλοντος - / ο δρόμος φεύγει γρήγορα/ η Ιστορία δε γυρίζει πίσω...»

Η αγωνιστική, ανθρώπινη και δημιουργική μεγαλοσύνη του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί πια δεδομένο αδιαμφισβήτητο ακόμη και για τους πιο δύσπιστους. Το έργο του συνδέθηκε με το εργατικό και λαϊκό κίνημα της χώρας μας σε όλες σχεδόν τις ιστορικές περιόδους. Η ριζοσπαστική διαμαρτυρία του αταλάντευτου κομμουνιστή, του διεθνιστή ποιητή της Ρωμιοσύνης και της παγκόσμιας ειρήνης, τον καταξίωσε παντοτινό ποιητή της επαναστατικής εξύψωσης του ανθρώπου.

Το πλήθος των μεγάλων διεθνών βραβείων και τιμητικών τίτλων από ξένες Ακαδημίες, Πανεπιστήμια και διεθνείς οργανισμούς, των κρατικών παρασήμων και των ξένων εκδόσεων με έργα του, «προσυπογράφουν» την καταξίωσή του μαζί με την αγάπη του ελληνικού λαού. Μια αγάπη που τίμησε τον ποιητή όσο και ο ίδιος ο ποιητής τίμησε τον πόνο και τον πόθο, τον αγώνα και το όνειρο του λαού, με το έργο του. Η αισιοδοξία του πηγάζει άλλωστε από την ίδια του τη φύση αλλά και το πιστεύω του ότι στη γλυκόπικρη ζωή, παρά τις δυσκολίες, υπάρχει ελπίδα. Ο αγώνας της εργατικής τάξης θα βρει δικαίωση κι ο Ηλιος θα ξημερώσει σ' έναν καλύτερο κόσμο...

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ
Ριζοσπάστης

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

http://parathemata.blogspot.com/2009/06/100.html